- αραβιστής
- οαυτός που μελετά τη γλώσσα, την τέχνη και τον πολιτισμό των Αράβων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κωνσταντίνος ο Αφρικανός — (Καρθαγένη 1020; – 1087). Βυζαντινός γιατρός και αραβιστής. Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια περιόδευσε στην Ανατολή, όπου μελέτησε τις τοπικές γλώσσες και κυρίως την αραβική. Όταν γύρισε στην πατρίδα του κατηγορήθηκε ως μάγος και αναγκάστηκε να … Dictionary of Greek
Πεντάκης, Γεράσιμος — (1838 – 1899). Αραβιστής και συγγραφέας, που έχει στο ενεργητικό του τη συγγραφή του πρώτου Eλληνοαραβικού λεξικού της νεότερης βιβλιογραφίας μας (Αλεξάνδρεια 1867 και β’ έκδοση το 1885). Eργάστηκε ως διερμηνέας στο ελληνικό προξενείο της… … Dictionary of Greek
Ράισκε, Ιωάννης-Ιάκωβος — (Reiske, 1716 – 1774). Γερμανός ελληνιστής και αραβιστής. Διακρίθηκε για την πολυμάθεια και την ιδιοφυΐα του στην επιτυχή διόρθωση των αρχαίων ελληνικών και αραβικών κειμένων. Δίδαξε αραβικά στη φιλοσοφική σχολή της Λιψίας και ασχολήθηκε με την… … Dictionary of Greek